- μέταζε
- μέταζε (Α)επίρρ.1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζεμετὰ ταῡτα».[ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε -ζε (πρβλ. θύραζε*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέταζε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)